Αυτή ήθελα να είναι η πρώτη συνέντευξη για το site μου.
Ήθελα να ξεκινήσω μόνο με την Πέμη Ζούνη.
Άξιζε να περιμένω…
Γιατί για ΄μένα η Πέμη είναι φίλη, δασκάλα, έμπνευση, συνοδοιπόρος, συνδημιουργός, βράχος, στήριγμα. Είναι ένας από τους λόγους που νιώθω ευλογημένος άνθρωπος. Απολαύστε τη συζήτησή μας…
Πάμε να το πιάσουμε από την αρχή…Πώς ήταν η παιδική σου ηλικία;
Ουουυυυ…. Αν αρχίσουμε από τα μέσα του περασμένου αιώνα, χαθήκαμε (γέλια)
Αλήθεια, έχουν λεχθεί τόσες φορές κάποια πράγματα – καμμιά εκατοστή συνεντεύξεις δεν θα’χω δώσει όλα αυτά τα χρόνια; – που προτείνω να ψάξουμε κάτι άλλο.
Δηλαδή;
Να σου αφιερώσω μνήμες που ίσως δεν έχουν λεχθεί από μένα.
Με χαρά!
Η μυρωδιά της μαμάς όταν με καληνύχτιζε. Η μυρωδιά της κομπρέσσας του ξυδιού όταν είχα πυρετό. Τα άφιλτρα Καρέλια της γιαγιάς μου – της «μάνας», όπως την έλεγα – και η απερίγραπτη αγάπη της. Ο Κρητικός παππούς με τον μαγικό κόσμο του τυπογραφείου του. Το πρώτο καρπούζι που έφερνε στον ώμο ανεβαίνοντας τη μεγάλη ανηφόρα προς το σπίτι. Οι ομηρικοί καβγάδες με τη μικρή ξανθιά μου αδελφή, τη Ντέπη, που μόνο ως μικρή και ξανθιά δεν συμπεριφερόταν! Το σχολείο στη Σουρμελή, στην πλ. Βάθη, που τώρα πια είναι άλλος πλανήτης. Οι εκδρομές με τα κεφτεδάκια και το αγγουράκι, τα μυστικά με τις φίλες, οι παραστάσεις του σχολείου – ζωτικής σημασίας για μένα. Το Μπυράλ στα καλοκαιρινά σινεμά. Οι καλοκαιρινές διακοπές στην Κρήτη. Τα χειμωνιάτικα γλέντια με τραγούδι ως αργά.
Και βεβαίως θέατρο, θέατρο, θέατρο. Λόγω μπαμπά, είναι γνωστά αυτά. Αυτό που δεν μπορεί εύκολα να περιγραφεί είναι ο βουβός θαυμασμός μου για κείνον. Και η συνεχής έλλειψή του. Κάποιες φορές έχωνα τη μύτη μου στα πουκάμισά του στη ντουλάπα – Old Spice… Τελικά η όσφρηση δημιουργεί τις πιο έντονες μνήμες.
Είπες τυπογραφείο;
Ναι, ο παππούς μου ήταν τυπογράφος. Θυμάμαι τα μηχανήματα…τώρα τα βλέπεις σε μουσεία αλλά εγώ τα έζησα κανονικά. Μελάνια, μυρωδιά από αντιμόνιο – να πάλι η μυρωδιά!- το πώς γινόταν η σύνθεση των λέξεων με τα στοιχεία… Περνούσα πολλές ώρες εκεί μέσα, πήγαινα σχεδόν καθημερινά μετά το σχολείο…Μάλιστα ο παππούς είχε δώσει στα μηχανήματα ονόματα της οικογένειας.
Εσύ ποιο μηχάνημα ήσουν;
To «Πεμάκι». Ήταν ένα μικρό για κάρτες. Το όνομα της μαμάς, «Παρή», είχε δοθεί σε ένα μεγάλο επιβλητικό κοπτικό.
Άρα ο παππούς σου ήταν μορφωμένος.
Βέβαια. Ως τυπογράφος ήξερε πολύ καλά την ελληνική γλώσσα. Από εκείνον αγάπησα τόσο πολύ τα γράμματα. Και ήταν αυτός που από τα 4 μου διάβαζε κάθε βράδυ τα βιβλία του Ιουλίου Βερν. Και μάλιστα στην καθαρεύουσα! Πολυγραφότατος δε! Για να διαβάσουμε τα άπαντα μας πήρε χρόνια (γελάμε)… πριν μάθω να διαβάζω και να γράφω ήμουν ήδη εξοικειωμένη με τη γλώσσα… Από τη μια ο μπαμπάς με το θέατρο από την άλλη ο παππούς με τη γλώσσα… τους χρωστάω.
Μάλιστα… Ο πατέρας σου συγγραφέας, παραγωγός και κομφερανσιέ. Εσύ μέσα στις πρόβες και τα καμαρίνια. Πώς να μη γίνεις ηθοποιός;
Ναι, όλο αυτό ήταν πολύ οικείο. Ήταν το φυσικό μου περιβάλλον. Ωστόσο επανέλαβα κι εγώ το ίδιο λάθος, ακολούθησα τον δρόμο που είναι μεν όμορφος, αλλά έχει πολλή απουσία για αυτούς που σε αγαπούν. Τα νιάτα έχουν έναν αφοπλιστικό εγωισμό. Πάει λίγος καιρός που άλλαξαν άρδην οι προτεραιότητές μου.
Υπήρχε όμως αγάπη στο σπίτι;
Πολλή!